- προσωποκράτηση
- η, Νη προσωρινή στέρηση τής προσωπικής ελευθερίας ενός ατόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσωποκρατώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσωποκράτησις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσωποκράτηση — η προσωπική κράτηση, φυλάκιση: Διατάχτηκε η προσωποκράτησή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Debtors' prison — A mid Victorian depiction of the debtors prison at St Briavels Castle. A debtors prison is a prison for those who are unable to pay a debt. Prior to the mid 19th century debtors prisons were a common way to deal with unpaid debt.[1] … Wikipedia
κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… … Dictionary of Greek
προπεμπτήριο — το / προπεμπτήριος, ον ΝΜΑ νεοελλ. 1. βούλευμα, μετά από αίτηση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, με το οποίο μπορεί να διαταχθεί η προσωρινή αποφυλάκιση προφυλακισμένου, με καταβολή εγγύησης 2. πράξη τού δικαστηρίου για προσωρινή απαλλαγή… … Dictionary of Greek
προσωπικός — ή, ό / προσωπικός, ή, όν, ΝΜ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ανθρώπου ή ζώου («προσωπική αρτηρία») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσωπο ως άτομο, ατομικός (α. «προσωπική πρόσκληση» β. «προσωπική ποιότης», Ευστ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προσωποκρατώ — έω, Ν ενεργώ προσωποκράτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπο + κρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στο περιοδικό Πανδώρα] … Dictionary of Greek